- χοιρίζω
- χοιρ-ίζω, 'behave like a pig', Sch.Pl.Tht.166c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοιρίζω — Α [χοῑρος] έχω διαγωγή χοίρου, φέρομαι σαν γουρούνι … Dictionary of Greek
χοιρίζεις — χοιρίζω pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek